- τέταρτοι
- τέταρτοςfourthmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αιγιεύς — Αἰγιεὺς ( έως), ο (Α) [Αἴγιον] 1. αυτός που κατάγεται από το Αίγιο ή διαμένει εκεί 2. παροιμ. «Αἰγιέες οὔτε τρίτοι οὔτε τέταρτοι» (Ζηνόβ. 1, 48) για τους ανθρώπους που δεν έχουν καμιάν αξία 3. στη Μυκηναϊκή η λ. απαντά σε πινακίδα τής Πύλου ως… … Dictionary of Greek